αἰθά

αἰθά
αἰθός
burnt
neut nom/voc/acc pl
αἰθά̱ , αἰθός
burnt
fem nom/voc/acc dual
αἰθά̱ , αἰθός
burnt
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αἰθάν — αἰθά̱ν , αἰθός burnt fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθάς — αἰθά̱ς , αἰθός burnt fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἴθ' — Αἴθᾱͅ , Αἴθη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαρίδα — (falica atra). Καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των ραλλιδών, της τάξης των γερανόμορφων. Είναι πουλί με χαρακτηριστικές μεμβρανώδεις αποφύσεις στα πλευρά κάθε φάλαγγας των δακτύλων, που είναι μακριά, καλύπτονται με φολίδες και είναι εφοδιασμένα… …   Dictionary of Greek

  • ψόλος — ὁ, Α 1. αιθάλη, καπνός 2. (κατά τον Ησύχ.) «φλόξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό* και έχει σχηματιστεί με επίθημα λος (πρβλ. ἄσβο λος, αἴθα λος, θο λός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”